Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Η «Βαβέλ» βρίσκεται στο μυαλό μας


       Η πολυγλωσσία αποτελεί ανάγκη αλλά και επιδίωξη των περισσότερων νέων, οι οποίοι ακούσια ξαναγράφουν τους κανόνες της επικοινωνίας. Υπάρχουν, άραγε, όρια στη γλωσσομάθεια;

Από τους υπερπολύγλωσσους, ικανούς να κατακτήσουν έως και 18 διαφορετικές γλώσσες, έως τους απλά γλωσσομαθείς, οι οποίοι μιλούν άπταιστα τουλάχιστον δύο γλώσσες ακόμη πέρα από τη μητρική τους, οι νέοι καθώς επίσης οι μετανάστες και οι εργαζόμενοι στην παγκόσμια πλέον οικονομία, ακούσια, ξαναγράφουν τους κανόνες της επικοινωνίας. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για την ανέγερση ενός σύγχρονου πύργου της Βαβέλ, όπου οι γλώσσες συνεχίζουν ακόμη να διασταυρώνονται και να συγχέονται, αλλά στο τέλος και σε αντίθεση με τον βιβλικό μύθο η κατανόηση και η επικοινωνία καταλήγουν να είναι αρτιότερες και πιο ολοκληρωμένες.

Η πολυγλωσσία πλέον αποτελεί βασική ανάγκη αλλά παράλληλα και προσωπική επιδίωξη των περισσότερων νέων ανθρώπων. Στην Πολωνία το ποσοστό των νέων μεταξύ 17 και 23 ετών που δηλώνει πως μιλάει ικανοποιητικά ακόμη δύο γλώσσες πέρα από τη μητρική του, αγγίζει το 67% και στη Γαλλία το 64%, ενώ στη χώρα μας το ποσοστό των μαθητών που διδάσκεται τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα ανέρχεται στο εξαιρετικό 92%. 

Μια γρήγορη ανάγνωση των δεδομένων που αφορούν τις ανθρώπινες γλώσσες αρκεί για να γίνει κατανοητό το μεγαλείο, στην κυριολεξία, της ανθρώπινης δυνατότητας (και παράλληλα ανάγκης) για επικοινωνία. Σήμερα ανά την υφήλιο είναι καταγεγραμμένα 7.000 διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα που συνθέτουν ένα εξαιρετικό γλωσσικό χαρμάνι, το οποίο όμως, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι καταδικασμένο κατά τη διάρκεια των πενήντα επόμενων ετών, αν όχι να αποσυντεθεί, σίγουρα να περιοριστεί.

Οι παράμετροι 

Υπάρχουν ωστόσο παράμετροι πολιτισμικές, περιβαλλοντικές, φυσικές ή και νευρολογικές οι οποίες επιτρέπουν σε κάποιον να φτάσει σε εξαιρετικά επίπεδα πολυγλωσσίας, ενώ την ίδια στιγμή κάποιος άλλος να παλεύει σε όλη του τη ζωή για να μάθει τα βασικά αγγλικά; 

Στο τελευταίο του βιβλίο, «Το τέλος της Βαβέλ» («Babel no more», Free press, 2012), στο οποίο παρουσιάζει τις εξαιρετικές περιπτώσεις πολύγλωσσων ανθρώπων, συχνά αυτοδίδακτων, ικανών να επικοινωνήσουν ακόμη και σε είκοσι διαφορετικές γλώσσες, ο αμερικανός δημοσιογράφος Μάικλ Εραρντ κάνει λόγο εξαρχής για έναν ειδικό νευρολογικό μηχανισμό με τον οποίο είναι προικισμένοι οι πολύγλωσσοι, για ένα δώρο της φύσης εν τέλει, το οποίο μπορεί να ενισχυθεί είτε εξαιτίας μιας περιπλανώμενης ανά τον κόσμο ζωής είτε εξαιτίας άλλων καταστάσεων και συνθηκών που αναγκάζουν τους πολύγλωσσους να κατακτήσουν δύο ή τέσσερις ή έξι ή ακόμη και δεκαέξι… ξένες γλώσσες. 

Μεταξύ αυτών των χαρισματικών ανθρώπων που συνάντησε ο Αμερικανός, ξεχωρίζει η περίπτωση του Αλεξάντερ Αργκουέγιες από το Μπέρκλεϊ, ο οποίος σε διάστημα 456 ημερών πέρασε σχεδόν πέντε χιλιάδες ώρες μελετώντας τις 52 γλώσσες που γνωρίζει. Αξιοσημείωτο γεγονός, ότι ο πολύγλωσσος αυτός άνθρωπος ζει με το επίδομα ανεργίας και από κάποιες ελάχιστες μεταφράσεις που κάνει περιστασιακά, συνήθως από τα κορεατικά στα αγγλικά. Όμως πόσες γλώσσες, πράγματι, κατείχε ο εκκεντρικός Αμερικανός; Πόσες γλώσσες μπορεί πρακτικά να μάθει ένας άνθρωπος;

Ο Αντρέα Μόρο, καθηγητής Γενικής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ανώτερων Σπουδών της Παβία (IUSS), διερευνώντας το φαινόμενο της πολυγλωσσίας, υποστηρίζει πως «μπορούμε να εξηγήσουμε με συγκεκριμένες και ακριβείς επιστημονικές διεργασίες πόσες γλώσσες μπορεί να κατακτήσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος, πόσες είναι αυτές που πραγματικά αφομοιώνει και πόσες απλώς, τρόπον τινά, σκαλώνουν στη μνήμη μας». Ο Ιταλός γλωσσολόγος κάνει λόγο για «όρια» της γλωσσομάθειας και αντί να διαβλέπει το τέλος της ανέγερσης αυτού του σύγχρονου πύργου της Βαβέλ, κυρίως επιδιώκει να προσδιορίσει τα όριά του: όλα αρχίζουν στην πρώιμη παιδική ηλικία και δυστυχώς τελειώνουν με την εφηβεία.

Έως την εφηβεία, υπογραμμίζει ο Μόρο, οι γλώσσες μαθαίνονται αυθόρμητα αλλά ύστερα από το πέρασμά της ο εγκέφαλος χάνει την πλαστικότητά του και για αυτόν τον λόγο πρέπει να χρησιμοποιηθούν άλλα μέσα, όπως για παράδειγμα η μνήμη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι ενήλικοι δεν μπορούν να διδαχτούν μια ξένη γλώσσα, αλλά είναι δεδομένο πως τα νευρολογικά μονοπάτια διανύονται δυσκολότερα και όχι τόσο αυτόματα όσο πριν. Οι γραμματικές που μπορεί να αφομοιώσει ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να είναι αρκετές αλλά σίγουρα δεν είναι απεριόριστες. 

Με όσα υποστηρίζει ο Ιταλός ερευνητής συμφωνεί (έμμεσα) και ο Εραρντ. Έχοντας μελετήσει όσους πολύγλωσσους ανθρώπους κατάφερε να εντοπίσει ανά την υφήλιο, ο Αμερικανός κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι γλώσσες που μπορεί να μάθει ικανοποιητικά ένας άνθρωπος ανέρχονται γύρω στις δέκα, ενώ οι πιθανές υπόλοιπες γλωσσικές γνώσεις αποτελούν τμήμα των «συζητήσεων επιβίωσης», όπως συγκεκριμένα τις αποκαλεί.

Η καθημερινή ζωή

Αφήνοντας όμως κατά μέρος τα επιστημονικά πειράματα και εστιάζοντας στην καθημερινή ζωή, είναι πλέον δεδομένο πως για να μπορέσει κάποιος να ανταποκριθεί και να επικοινωνήσει μέσα σε αυτήν τη νέα, σύγχρονη Βαβέλ που ζούμε, είναι απαραίτητο να ξέρει να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει σε δύο ή και περισσότερες γλώσσες. 

Η Κλερ Καμς, γλωσσολόγος, καθηγήτρια στο Μπέρκλεϊ και μία από τους ειδικούς με τους οποίους συνομίλησε ο Εραρντ για τις ανάγκες συγγραφής του βιβλίου του, θεωρεί πως η ερώτηση «πόσες γλώσσες γνωρίζεις;», αν όχι λανθασμένη, είναι σίγουρα μερική καθώς η σωστή ερώτηση θα έπρεπε να είναι «σε πόσες γλώσσες ζεις;». 

Πέρα από αναγκαία ως εργαλείο επαγγελματικής ανέλιξης, η εκμάθηση γλωσσών αποτελεί και σημείο ουσιαστικής επαφής μεταξύ διαφορετικών λαών και πολιτισμών, προσφέροντας τη δυνατότητα μιας καλύτερης αμοιβαίας κατανόησης των ανθρώπων και συμβάλλοντας στην εξάλειψη φαινομένων όπως η ξενοφοβία, η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός. 

Οι διαφορετικές γλώσσες συνεπάγονται και πολλαπλές αναγνώσεις τού ούτως ή άλλως πολυσήμαντου κόσμου μας. Όσο περισσότερες οι αναγνώσεις και οι ερμηνείες τόσο περισσότερες και οι προοπτικές.

           Πηγή: tanea.gr/Σάκης Μαλαβάκης

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Facebook & Παιδιά: Τα υπέρ και τα κατά


Το να είσαι γονιός στη σύγχρονη εποχή σημαίνει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσεις και τη δυσκολία της απόφασης σχετικά με το ρόλο που θα επιτρέψεις να παίξει η τεχνολογία στη ζωή των παιδιών σου. 

Σήμερα, τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία κατακλύζονται από iPods, βιντεοπαιχνίδια και αμέτρητες συσκευές πρόσβασης στο ίντερνετ, και ενώ είναι σχετικά εφικτό να έχετε τον έλεγχο της ασφαλούς χρήσης στο σπίτι, δεν ισχύει το ίδιο έξω από αυτό. Κι εδώ ακριβώς έρχεται το Facebook.     

Από τη στιγμή που τα παιδιά πλησιάζουν την ηλικία της εισαγωγής τους στο Γυμνάσιο, ο αγώνας για την απόκτηση ή μη κινητού τηλεφώνου γίνεται ιδιαίτερα σκληρός - και στις μέρες μας συνήθως τα παιδιά είναι οι νικητές. Ωστόσο, η «μάχη» του Facebook είναι ακόμη πιο σκληρή. Από την άλλη, υποτίθεται ότι ο ισχύων κανόνας για να αποκτήσει κανείς λογαριασμό είναι να ξεπερνά την ηλικία των 13 τουλάχιστον ετών. Αυτό, βέβαια, μόνο στην περίπτωση που όντως θα δηλωθεί η ηλικία. Πράγμα που, από ό,τι φαίνεται, δεν εμποδίζει τελικά τα παιδιά από το να το κάνουν - είτε έχουν τη συγκατάθεση των γονιών τους είτε όχι.   

Είναι πολλοί οι γονείς που επιτρέπουν στα παιδιά τους να αποκτήσουν λογαριασμό στο Facebook, απλά και μόνο επειδή θεωρούν πως αυτός είναι η πιο ενδεδειγμένη και ασφαλής διαδικασία να το κάνουν υπό την προστασία τους, ώστε να τους διδάξουν οι ίδιοι ποιος είναι ο σωστός τρόπος -και αντίστοιχα, ο λάθος- να χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το βλέπουν ως μια ευκαιρία, προκειμένου να αποφύγουν την ενδεχόμενη «αυτόνομη» μύηση του παιδιού τους αργότερα. Άλλοι πάλι γονείς το επιτρέπουν γνωρίζοντας μόνο εκείνοι τον κωδικό πρόσβασης, προσπαθώντας να αναπτύξουν μια σχέση φιλίας με τα παιδιά τους, που ελπίζουν ότι θα διαρκέσει και στην εφηβική τους ηλικία. 

Αν, λοιπόν, προσπαθείτε να πάρετε μια απόφαση για το τι είναι σωστό για το δικό σας παιδί, σας παραθέτουμε μια σειρά από τα υπέρ και τα κατά της «πρόωρης» απόκτησης λογαριασμού στο Facebook:


Τα υπέρ
  • -         Κοινωνικές δεξιότητες

 Το Facebook επιτρέπει στα παιδιά να αναπτύσσουν τις σχέσεις τους με τους υπάρχοντες φίλους τους και να αποκτούν καινούργιους. Όταν γίνεται σωστή χρήση, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να ενισχύσουν την αυτοεκτίμηση του παιδιού και να το κάνουν να μη νιώθει απομονωμένο.

  • -         Eξωτερίκευση-εξωστρέφεια

 Το προφίλ στο Facebook επιτρέπει στο παιδί να έχει μια δική του, ατομική σελίδα, όπου έχει τη δυνατότητα να εκφράζεται και να μιλάει για τα ενδιαφέροντά του. Επιπλέον, μπορεί να συμμετέχει σε αντίστοιχες ομάδες και να γίνεται μέλος σε σελίδες που του αρέσουν, καθώς και να μαθαίνει για τα χόμπι και τις δραστηριότητες των συνομιλήκων του.

  • -         Ψηφιακή επάρκεια

 Το να διαχειρίζεται το παιδί τη σελίδα του στο Facebook το βοηθά να μάθει πώς να γράφει τα σχόλιά του και να κοινοποιεί τις φωτογραφίες που του αρέσουν, αλλά και το πώς να σερφάρει στο διαδίκτυο. Το να έχει βασικές ψηφιακές γνώσεις από μικρή ηλικία θα είναι ιδιαίτερα σημαντικό για εκείνο καθώς θα μεγαλώνει.

  • -         Μορφωτική εξέλιξη

 Η πλειοψηφία των παιδιών και των εφήβων χρησιμοποιεί τα social media για να ανταλλάσσει πληροφορίες και ιδέες για τις εργασίες του σχολείου. Το να μοιράζονται γνώσεις για τα σχολικά μαθήματα είναι ένας σπουδαίος λόγος για να έχουν πρόσβαση στο Facebook.


Τα κατά

  • -         Τα παιδιά μπορεί να γίνουν προσβλητικά

 Όσο κι αν καταφέρετε να διδάξετε στο παιδί σας να συμπεριφέρεται κόσμια στο διαδίκτυο, με σεβασμό για τον εαυτό του και για τους άλλους, δεν είναι στο χέρι σας η συμπεριφορά των άλλων παιδιών, που ενδέχεται να ποστάρουν χυδαία ή απρεπή σχόλια στον τοίχο του δικού σας παιδιού.

  • -         Ο λογαριασμός στο Facebook αποτελεί την πόρτα για όλο τον κόσμο του ίντερνετ

Είναι αδύνατον να απομονώσετε τη σελίδα του Facebook από το υπόλοιπο διαδίκτυο - λινκς και εφαρμογές είναι παντού. Εάν πιστεύετε ότι το παιδί σας είναι πολύ μικρό για να εξερευνήσει τον κόσμο του ίντερνετ ή δεν του έχετε ακόμα τόση εμπιστοσύνη για να βρίσκεται σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τότε ένας λογαριασμός στο Facebook είναι μάλλον κακή ιδέα.

  • -         Προσοχή στους φίλους των φίλων του

 Πολύ συχνά το πρόβλημα δημιουργείται όχι με τους φίλους του παιδιού σας, αλλά με τους φίλους των φίλων του. Όταν το παιδί σας αποδέχεται ένα αίτημα φιλίας από κάποιον, σιγουρευτείτε ότι έχετε τσεκάρει το προφίλ του και τη λίστα των φίλων του (αν είστε «φίλοι» με το παιδί σας, να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και με τους δικούς σας φίλους, επίσης!).

Όποια, λοιπόν, κι αν θα είναι τελικά η απόφασή σας σχετικά με το αν θα επιτρέψετε στο παιδί σας να έχει λογαριασμό στο Facebook ή όχι, προσπαθήστε να την πάρετε από κοινού μαζί του. Αν καταλήξετε ότι δεν έχει έρθει ακόμα η κατάλληλη ώρα, τότε συμφωνήστε ότι θα ξανασυζητήσετε το θέμα μετά από κάποιο εύλογο διάστημα. Το τελευταίο πράγμα που θα θέλατε είναι να καταφύγει το παιδί σας στο σπίτι κάποιου φίλου του και να το κάνουν μόνα τους, κρυφά από εσάς! Δεν συμφωνείτε;

       Πηγή: imommy.gr

       Διαβάστε σχετικό άρθρο στα Αγγλικά


Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Είναι ωφέλιμη η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία;


Παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο ότι η εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία αρχίζει νωρίτερα απ’ ότι πριν από 15 χρόνια. Είναι εμφανείς οι γενικότερες προσπάθειες που καταβάλλονται ώστε να σχεδιασθούν συστηματικά προγράμματα διδασκαλίας για μικρές ηλικίες, τα οποία μπορούν να εφαρμοσθούν σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα, να καθορισθούν οι στόχοι και η διδακτέα ύλη, να εφαρμοσθούν στην πράξη και να επιμορφωθεί το απαραίτητο προσωπικό.

Σήμερα είναι βέβαιο, ότι «οι άνθρωποι μπορούν ανά πάσα στιγμή να μάθουν μια ή περισσότερες καινούργιες γλώσσες. Τα πορίσματα όμως της έρευνας εκμάθησης γλωσσών και της έρευνας του εγκεφάλου συνηγορούν υπέρ της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας σε όσο το δυνατόν μικρότερη ηλικία. Είναι αποδεδειγμένο ότι μέχρι την ηλικία των έξι ετών το παιδί μπορεί να μάθει μια δεύτερη γλώσσα με τέλεια προφορά. Μέχρι την εφηβεία αφομοιώνει ευκολότερα το συντακτικό και τη μορφολογία απ’ ότι αργότερα. Από την άλλη πλευρά, πολλοί άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την επιτυχή εκμάθηση των παιδιών. Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται η ποιότητα των διδασκόντων και του διδακτικού υλικού ή η διάρκεια και η ένταση της επαφής με τη γλώσσα.

Δίνοντας στο παιδί τη δυνατότητα να αρχίσει σε μικρή ηλικία μια ξένη γλώσσα, του προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή ευκαιρία να έχει μια εξελικτική πορεία στην εκμάθησή της, να αναπτύξει δηλαδή συνολικά τη συναισθηματική, δημιουργική, κοινωνική, νοητική και γλωσσική του ικανότητα, συμπεριλαμβανομένης σε μεγάλο βαθμό και της διαπολιτισμικής επικοινωνιακής δεξιότητας. Τα παιδιά μαθαίνουν με ενθουσιασμό την καινούργια γλώσσα. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες αναπτύσσουν στοιχειώδεις επικοινωνιακές δεξιότητες και αποκτούν γλωσσική συνείδηση. Η επιτυχία των στόχων αυτών εξαρτάται αποδεδειγμένα από την πολιτική που ακολουθείται στο θέμα της γλώσσας και τις παιδαγωγικές και διδακτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας, καθώς σε πολλές περιοχές αυτές δεν ανταποκρίνονται ακόμη στο επιθυμητό επίπεδο.

 Οι Οδηγίες της Νυρεμβέργης για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία, οι οποίες δημοσιεύθηκαν το 1996 από το Goethe-Institut, σχεδιάσθηκαν και αναπτύχθηκαν από πλήθος ειδικών επιστημόνων από 22 χώρες, με στόχο τη δημιουργία ενός βασικού εκπαιδευτικού προγράμματος για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία, το οποίο θα έχει γενική εφαρμογή.

Σήμερα, μετά από μια δεκαπενταετία και πλέον, οι Οδηγίες της Νυρεμβέργης έχουν διατηρήσει στα βασικά σημεία την ισχύ τους. Παρά ταύτα, οι κοινωνικοπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, οι εξελίξεις στην τεχνολογία, οι ποικίλες εμπειρίες των παιδιών με τα ηλεκτρονικά μέσα και οι προσδοκίες που έχουν από αυτά, επηρεάζουν τη μάθηση στην πρώιμη παιδική ηλικία. Επίσης, τα πορίσματα της γνωστικής ψυχολογίας για την παιδική μαθησιακή συμπεριφορά αποκτούν μια όλο και μεγαλύτερη σημασία για τα πρώτα χρόνια της εκμάθησης ξένων γλωσσών.

Στην παρούσα επανέκδοση των Οδηγιών της Νυρεμβέργης για την εκμάθηση ξένων γλωσσών σε μικρή ηλικία περιγράφονται οι σύγχρονες απόψεις για το σύνθετο πλέγμα παραμέτρων της πρώιμης εκμάθησης ξένης γλώσσας, με σκοπό να παρουσιασθούν με σαφήνεια οι δυνατότητες και οι ανάγκες ενός παιδιού ηλικίας τεσσάρων έως δέκα ετών που μαθαίνει μια ξένη γλώσσα. Η εκμάθηση ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία δεν πρέπει να εξετασθεί από την πλευρά ενός συγκεκριμένου εκπαιδευτικού συστήματος, ούτε από την πλευρά ενός συγκεκριμένου εκπαιδευτικού ιδρύματος, αλλά από μια όσο το δυνατόν γενικότερη άποψη.

Πηγή: infokids.gr